Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2010

Και πρώτα πρώτα τι εννοούμε λέγοντας παιδεία;


Ο Μάνος Χατζιδάκης ερωτά και αναρωτιέται: «Και πρώτα πρώτα τι εννοούμε λέγοντας παιδεία; Την πληροφορία, την τεχνική, το δίπλωμα εξειδίκευσης που εξασφαλίζει γάμο, αυτοκίνητο και ακίνητο, με πληρωμή την πλήρη υποταγή του εξασφαλισθέντος, ή την πνευματική και ψυχική διάπλαση ενός ελεύθερου ανθρώπου με τεχνική αναθεώρησης και ονειρικής δομής με αγωνία απελευθέρωσης και με διαθέσεις μιας ιπταμένης φυγής προς τα άστρα;».

Ο Μάνος Χατζιδάκης σχεδιάζει λεκτικές σαΐτες με αιχμηρές μύτες και τις ρίχνει περιπαιχτικά στα κεφάλια των υπολοίπων.

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2010

Harlequin Enterprise Ltd


Μπήκαμε στον Φλεβάρη και σύντομα πλησιάζει η γιορτή του έρωτα. Χρονιάρες μέρες που είναι, πρέπει να καταθέσω και εγώ τις σπονδές μου στον φτερωτό θεό, μήπως και καταφέρω να τον εξευμενίσω. Έτσι λοιπόν, ανέσυρα από το κοντινό παρελθόν τη βίπερ συλλογή των Harlequin. Τα Harlequin, συστήθηκαν, στο ελληνικό κοινό τον Ιούνη του 1979, ως το νέο πρόσωπο, της ρομαντικής γυναικείας λογοτεχνίας. Η πρώτη μου γνωριμία μαζί τους έγινε κάπως ετεροχρονισμένα, μια δεκαετία μετά. Ήταν πάλι καλοκαίρι, που για πρώτη φορά είδα αυτό το «παράξενο» βιβλίο. Κρυβόταν στην τσάντα θαλάσσης, της μητέρας μου. Η κυρίαρχη εικόνα ενός αγκαλιασμένου ζευγαριού, αλλά και ο βαρύγδουπος τίτλος «Λόγος Ύπαρξης», προκάλεσαν την αδίστακτη παιδική μου περιέργεια. Βουλιμικά, κατασπάραξα τις σελίδες, ψάχνοντας και άλλες τέτοιες εικόνες. Το παιδικό μου μυαλό, συνδύασε το φθηνό του ένδυμα, με τα κόμικς που διάβαζα τότε. Υπέθεσα, ότι, αυτό το «νέο είδος», θα ήταν κόμικς, μόνο για μεγάλους. Απογοητευμένη από τις ατελείωτες ασπρόμαυρες ράγες, των ακαταλαβίστικων για εμένα τότε λέξεων, το επέστρεψα κατακρεουργημένο στην κάτοχο του.

Η καλλονή Harlequin Enterprise Ltd, γεννήθηκε στον Τορόντο του Καναδά το 1949. Το συνοικέσιο της με τον αγγλικό εκδοτικό οίκο Mills & Boon το 1957, οδήγησε σε έναν επιτυχημένο γάμο. Ο έγγαμος βίος του ζευγαριού, στρωμένος με ροδοπέταλα-best sellers, μετρά πάνω από μισό αιώνα. Απ’ότι φαίνεται, ο γάμος δε σκοτώνει τον έρωτα. Αν θέλετε να μάθετε τα συστατικά για τη διαιώνιση της «νόσου», δεν έχετε παρά να διαβάσετε τα «εγχειρίδια» των love doctor-συγγραφέων Harlequin. Οι ροζ βελούδινες ιστορίες τους είναι ντυμένες με άφθονο σασπένς. Το σενάριο είναι πάντα το ίδιο. Γυναίκα αγάπησε άνδρα, άνδρας αγάπησε γυναίκα, περνούν τα μύρια πάθη μέχρι να καταφέρουν να σμίξουν και στο τέλος, ζουν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. Το happy end είναι δεδομένο και προαπαιτούμενο. Μόνο το σκηνικό αλλάζει. Εκτός από το σύνηθες ρομαντικό περιβάλλον και το γκρίζο τοπίο της σύγχρονης μεγαλούπολης, το love story εξελίσσεται και με φόντο την αγωνιώδη πλοκή των θρίλερ. Δεν είναι λίγες και οι περιπτώσεις, που οι ιστορίες βάφονται ακόμα και με τη σκιά του μυστηρίου, των σεναρίων επιστημονικής φαντασίας. Όπως και αν έχει, η ουσία είναι μια. Οι αλχημιστές-συγγραφείς κατάφεραν, να μετατρέψουν τον ιό του έρωτα, σε επάρατη νόσο. Ύμνος στον έρωτα λοιπόν, από δακρύβρεχτες και μελό ιστορίες, που διαβάστηκαν άλλοτε κρυφά και άλλοτε φανερά από πολλά κοριτσόπουλα. Μπορεί η μαμά σας, να σταμάτησε πια να αγοράζει τη ροζ αυτή φυλλάδα, αλλά εκατομμύρια γυναίκες στον κόσμο, συνεχίζουν ακόμα και σήμερα να διαβάζουν αυτού του είδους τα ρομάντζα.

Με τα Harlequin να φιγουράρουν, ως αναλώσιμα προϊόντα στα ράφια των supermarket και στα ξύλινα περβάζια των περιπτέρων, οι γυναίκες αναζητούσαν να βρουν το πρότυπο του ιδανικού συντρόφου. Εγώ, μάταια τότε έψαχνα, τον Αστερίξ και τον Οβελίξ, τη Μαφάλντα και τη Μικρή Λουλού. Μπορεί να μη βρήκα τους χάρτινους παιδικούς ήρωες μου, αλλά ανακάλυψα τους Vintage πίνακες που κρέμονταν στα εξώφυλλα. «Ποτέ μην κρίνεις ένα βιβλίο από το εξώφυλλο του». Μπορεί τα Harlequin, να επικριθήκαν τόσο όσο θαυμάστηκαν, για το περιεχόμενο τους, όμως για τα χρωματιστά πανωφόρια τους, κανείς δε μπορεί να πει τίποτα. Η ζεστασιά των εικόνων τους συγκεντρώθηκε στο λεύκωμα,The Art of Romance: Mills & Boon® and Harlequin® Cover Designs. Πάνω από 200 έργα τέχνης, εκτίθενται στα μάτια του ανυποψίαστου αναγνώστη, προκαλώντας ρίγη συγκίνησης στους λάτρεις του είδους και θαυμασμό στους περιφρονητές του.
Η παλέτα των cover jackets των Harlequin, παρά το παιχνιδιάρικο όνομα τους (αρλεκίνος), είναι κατασκευασμένη έτσι ώστε να θυμίζει τις φαντασμαγορικές αφίσες κινηματογραφικών ταινιών. Σαν διαφημιστικές καταχωρήσεις προϊόντων προκαλούσαν με τα έντονα χρώματα τους, το αγοραστικό κοινό. Γνωστοί στο χώρο της illustration art καλλιτέχνες, έβαλαν το πινέλο τους, για να δώσουν μορφή στον έρωτα. Ανάμεσα σε αυτούς ξεχωρίζουν οι Norm Eastman, Paul Anna Soik, Joyce Dennis. Οι «love doctors» αρκετά συχνά έριχναν τα βέλη τους στους εικονογράφους. Μόνο που εκείνα δεν ήταν σαν τα βέλη του ερωτικού θεού. Συνοδεύονταν κυρίως με παράπονα και συμβουλές για το πώς έπρεπε να απεικονισθεί η συσκευασία των ροζ χαπιών της εποχής. Οι εικόνες δε φώτιζαν μόνο το ρομαντικό στοιχείο των βιβλίων, αλλά σε μετέφεραν απευθείας στο σκηνικό της εκάστοτε περιόδου. Οι υπερβολές και τα αφηρημένα στοιχεία αποφεύγονταν, για να μην αποπροσανατολίσουν και μπερδέψουν τον αναγνώστη. Στόχος τους ήταν, να τον προετοιμάσουν, για το τι επρόκειτο να διαβάσει. Τα love cover jackets καθιερώθηκαν ως αναγνωριστικό είδος της ερωτικής μάρκας.

Το noir «φιλμ» των Harlequin φωτίζεται από τα πράσινα και βιολετί μάτια των γυναικών και τη γοητευτική αύρα των ανδρών. Οι ήρωες μεταμορφώνονται πίσω από τα παραβάν των εποχών, αλλά ποτέ δε χάνουν τους ρόλους τους. Η πρώτη ερωτική σκηνή ξεκινά στα χρόνια της Art Nouveau. Επιστροφή, στα χρόνια της αθωότητας. Η γυναίκα κοκκινίζει και κατεβάζει το βλέμμα της στη θέα του άνδρα. Εκείνος τη θαυμάζει κρυφά και προσπαθεί να αντισταθεί στην ομορφιά της. Τα δυο φύλα φωτογραφίζονται ανταλλάσοντας χειροφιλήματα και τηρώντας τους κώδικες του savoir vivre. Η μαγεία της εικόνας, συνεχίζεται υπό τη σκιά του Α Παγκοσμίου πολέμου. Οι ερωτικές καρποστάλ βάφονται με τα σκούρα χρώματα της πολεμικής περιόδου. Η γυναίκα εμφανίζεται μόνη, ντυμένη στα μοβ, να πενθεί για τον χωρισμό της από τον αγαπημένο της.

Το κινηματογραφικό boom της δεκαετίας του ’30, ήταν καθοριστικό για την άνθηση της ρομαντικής λογοτεχνίας. Τα χάρτινα είδωλα, αρχίζουν να αναπαριστούν ρόλους βγαλμένους από ταινίες. «You Jane, me Tarzan». Αθώες αιθέριες υπάρξεις με κόκκινα φλογερά χείλη, κινδυνεύουν από τους ανθρωποφάγους ιθαγενείς της ζούγκλας. Ο «prince charming» ρισκάρει τη ζωή του και τις σώζει. Εκείνες ασφαλείς πια χάνονται ανάμεσα στα στιβαρά του μπράτσα. Ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος αφήνει και αυτός τα ίχνη του. Το πρότυπο του άνδρα ήρωα αποθεώνεται. Στρατιώτες ερωτεύονται νοσοκόμες και πιλότοι ξελογιάζουν μικρές νεαρές κυρίες. Το ισχυρό φύλο κοιτά επίμονα και φλερτάρει το ασθενές. Πλησιάζουν ο ένας τον άλλον, αγγίζονται, αλλά ποτέ δεν τους βλέπουμε να ανταλλάσσουν παθιασμένα φιλιά. Αυτά θα δοθούν και αν δοθούν στη 245η σελίδα.

Τη δεκαετία του ’50 ο έρωτας αρχίζει και γίνεται πιο τολμηρός. Οι γυναίκες αποκαλύπτουν τις θηλυκές καμπύλες του κορμιού τους. Εμφανίζονται ως νοσοκόμες, κουβερνάντες και γραμματείς, ενώ οι άνδρες διατηρούν τη δυναμική τους φιγούρα, ως διευθυντές και πλούσιοι μεγαλογιατροί. Όχι ακόμα δε φιλιούνται, όμως μας προϊδεάζουν με τα χτυπητά χρώματα τους, να κοιτάξουμε και τις ασπρόμαυρες σελίδες για να δούμε πως εξελίσσεται ο έρωτας τους. Άμα δεν έχετε υπομονή να ψάχνετε ανάμεσα στις λέξεις, οι φωτογραφίες της δεκαετίας του ’60 τα λένε όλα. Και ναι λοιπόν, αισίως το ’60 δίνεται το πρώτο φιλί. Τόσα χρόνια οι γυναίκες περίμεναν τον πρίγκιπα με το άσπρο άλογο. Το πριγκιπόπουλο όμως καμιά φορά έχανε το δρόμο του και αργούσε να φανεί. Αυτή η μακροχρόνια αναμονή και περιπλάνηση, έδωσε τη θέση της στη λαχτάρα για σεξουαλική απελευθέρωση, που χαρακτηρίζει τις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Τα εξώφυλλα της περιόδου εκείνης, αποδεικνύουν την δυναμική ισχύ και των δυο φύλων. Οι γυναίκες παρουσιάζονται πιο ανεξάρτητες, χωρίς όμως να χάνουν τη θηλυκότητα τους. Ο άνδρας, εμφανίζεται πάντα ως κυνηγός, μόνο που κάποιες φορές υποκύπτει στην ομορφιά του «θηράματος» του. Το ’90 οι γυναίκες παίζουν τους ίδιους ρόλους με του άνδρες, στο εργασιακό τομέα. Τα φιλιά, οι αγκαλιές και τα χάδια πληθαίνουν, ενώ στα 00’ς εμπλουτίζονται με ακόμα πιο σκανδαλώδεις σκηνές. Σήμερα, επίσημα πια το πρώτο φιλί δίνεται στο εξώφυλλο.

«Με ένα Harlequin ξεχνιέμαι…» έλεγε μια παλιά διαφήμιση. Τα ηδονοβλεπτικά μάτια των γυναικών αδημονούσαν να έρθει η στιγμή για να κρυφοκοιτάξουν τη συνέχεια της ιστορίας. Η ταύτιση με την ηρωίδα, αποτελούσε ένα εφήμερο ερωτικό διάλειμμα από τη ρουτίνα της καθημερινότητας. Στον αντίποδα, τα εξώφυλλα τους, μας υπενθυμίζουν τις εναλλαγές των στερεοτύπων του έρωτα. Ο έρωτας λοιπόν, αλλάζει μορφές ανάλογα με τις εποχές.






ΑΝΗΡ...ΑΕΙ ΔΙΔΑΣΚΟΜΕΝΟΣ


Σηκώθηκα πρωί… έκλεισα τις τελευταίες κούτες και άναψα τσιγάρο έξω στο μπαλκόνι. Θυμήθηκα τις μέρες εκείνες που η μάνα μου κάθε πρωί είχε έτοιμο τον καφέ στο φλιτζάνι με το κόκκινο ξεθωριασμένο τριανταφυλλάκι. Ερχόταν στο δωμάτιο και σαν ηλιαχτίδα η φωνή της ξεπρόβαλλε από τη χαραμάδα της πόρτας – «Ο βαρύς γλυκός είναι έτοιμος γιε μου!». Τον άφηνε προσεχτικά πάνω στο μπλε σιδερένιο τραπεζάκι της βεράντας και με περίμενε σιωπηλά. Έπιανε το πλεκτό της και παραμόνευε με τις άκρες των ματιών της. Κάθε κόμπος και μια προσευχή κάθε σχέδιο και μια ευχή. Ύστερα τον βαρύ γλυκό μου τον κέρναγε ο μπάρμπα Φώτης στο κυλικείο της σχολής εκεί που περνούσα δημιουργικά τις ρέμπελες μου ώρες, καπνίζοντας άφιλτρα, μαχόμενος με λέξεις ανάμεσα σε σύννεφα καπνού και αποκόμματα εφημερίδων για τα επαναστατικά μου ιδεώδη, κανονίζοντας τις επόμενες συναθροίσεις με τους κολλητούς για αληταρίες στη Ναβαρίνου και φλερτάροντας με τις φοιτήτριες της φιλοσοφικής. Ο ελληνικός του Μπάρμπα Φώτη, ψημένος στη χόβολη, φτιαγμένος κατά παραγγελία από επιλεγμένο χαρμάνι, πότιζε με άρωμα τις κινήσεις μας και τις ματιές μας πάνω στα γυναικεία σώματα. Και τα αρώματα μπερδεύονταν με τις λέξεις και αγκάλιαζαν τα κορμιά και εισχωρούσαν πονηρά μέσα από τις αμιγές των ρούχων. Ο βαρύς γλυκός έγινε πιο γλυκός κάτω από τα σκεπάσματα στο κρεβάτι της Ειρήνης. Άνοιγε τις γρίλιες του παραθύρου και η σκιά του γυμνού της σώματος ακουμπούσε νωχελικά στο κρεβάτι γεμίζοντας την απουσία του κορμιού της από δίπλα μου. Έτρεχε βιαστικά στην κουζίνα για να κλείσει το μάτι. Κάπου κάπου άκουγες μικρές ηδονικές βοές να αντηχούν μέσα από το φλιτζάνι και τότε το άρωμα του ελληνικού αναμειγνυόταν με το δικό της. Ο καφές μετά πετιμέζι, φαρμάκι, νερουλός, κακοφτιαγμένος από τα χέρια μιας χαζής γραμματέας ενός γκρίζου γραφείου, από μια κουζίνα γεμάτη υγρασία ενός συνοικιακού καφέ, από ψευτομηχανές φτιαγμένες από φθηνά μεταχειρισμένα ανταλλακτικά, από βαθμοφόρους κομπάρσους με λευκές στολές και ρυτιδιασμένα άκρα. Μέσα στη παραζάλη των αναμνήσεων η ευαιρέσθητη οσμή του γκαζιού τέντωσε τις αισθήσεις μου και υποτασσόμενος στα θέλγητρα της, την ακολούθησα υπνωτισμένος. Ο καφές μου είχε χυθεί και είχε λερώσει το κίτρινο χαλάκι της κουζίνας. Όλα τα κομμάτια της ζωής μου διασκορπίστηκαν και άφησαν τις καφετί τους χαρακιές να κείτονται σε ένα φθηνό χαλάκι. Ούτε ένα καφέ δε μπορώ να φτιάξω μόνος! Φόρεσα το σακάκι και έτρεξα με ορμή προς την πόρτα αφήνοντας ένα δυνατό σπαραγμό πίσω μου. Κατέβηκα τη Ναβαρίνου, έκανα μια στάση στο περίπτερο για τσιγάρα, χάζεψα τα εξώφυλλα των εφημερίδων, αγόρασα μια «Εστία» και κατευθύνθηκα στο «Εμιγκρέ». Κάθισα στο πιο απόμερο τραπέζι και παρήγγειλα ένα τσάι με γεύση μέντα. Ίσως να κατάφερνε να καταπραΰνει το θυμό μου και να εξανεμίσει τη γλυκόπικρη γεύση που ταλάνευε τον ουρανίσκο μου. Άνοιξα διάπλατα τα φύλλα της εφημερίδας για να δικαιολογήσω στους γύρω μου τη μοναχική ζωή μου και ξεχύθηκα μανιωδώς πάνω στις ατελείωτες μαύρες ράγες των λέξεων. Τα τοπία άλλαζαν άλλοτε με φωτογραφίες του τροπικού Ομπάμα, του κοσμοπολίτη Γιώργου, με τις σκιές του πολέμου στο Αφγανιστάν, με τις ηλίθιες ελληνικές διαφημίσεις για τους τοκογλύφους τραπεζικούς οργανισμού. Μια στάση να κατέβω παρακαλώ! Μα που είναι αυτό το αναθεματισμένο τσάι; Ήθελα να πηδήξω έξω από το βαγόνι και να βρεθώ πίσω στο μπλε τραπέζι της βεράντας, στο κυλικείο, να κρυφτώ κάτω από τα ρούχα της Ειρήνης και να αισθανθώ πάλι τη βαριά γλυκιά γεύση του ελληνικού. Ανάμεσα στο χάος των σταθμών της μνήμης μου, ένα ξεχασμένο εισιτήριο βρέθηκε ευγενικά ακουμπισμένο πάνω στο χρωματιστό μωσαϊκό του «Émigré». «Αθήνα» έγραφε ο προορισμός. Ένα εισιτήριο διαρκείας…Το άρπαξα και το έκρυψα καλά στην τσέπη του μπλουτζίν μου. Και να λοιπόν το ταξίδι αρχίζει εδώ….Και ποιος ξέρει ίσως κάποτε καταφέρω να πιω αυτόν το βαρύ γλυκό…..

Ονομάζομαι Γ του Χρήστου και της Ζωής. Πρόσφατα πέρασα το κατώφλι των 40. Άγριο νιάτο με γκρίζους κροτάφους, μετρίου αναστήματος με λίγα παραπανίσια κιλά (λόγω καλοκαιρινών ατασθαλιών). Πράσινα μάτια και μαβιές βλεφαρίδες. Θεσσαλονικιός, Παοκτζής, πρόσφατα εσωτερικός μετανάστης στην Αθήνα, επαναστάτης με αιτία, bonne vivre με εκλεπτυσμένο γούστο, αλήτης, ιππότης και πότης βαριών τσιγάρων. Γραφιάς με ιδέες, εραστής του ωραίου φύλου και του φαγητού της μαμάς. Ρομαντικός καβαλάρης στους δρόμους της πόλης. Τυχοδιώκτης, λάτρης της ταχύτητας και της βραδύτητας του χρόνου. Δον Κιχώτης και παπουτσωμένος γάτος. Φωνακλάς, περίεργος, υποχόνδριος, με φοβίες και εμμονές. Φλύαρος, ετοιμόλογος, ψεύτης, εγωιστής, οξύθυμος, ευαίσθητος, αμετανόητος ονειροπόλος, μα πάνω από όλα …. ένας Gentleman!

Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2010

ΜΙΑ ΧΑΜΕΝΗ ΑΝΟΙΞΗ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ...


Κάθε πρωί τηρώ το ίδιο πρόγραμμα. Ξύπνημα στις 9, ένα γρήγορο ντους, στα όρθια έναν καφέ, μια τελευταία ματιά στον καθρέπτη και είμαι έτοιμη σε χρόνο ντε τε. Ύστερα, ρίχνομαι στους δρόμους της πόλης για να προλάβω το λεωφορείο. Σωριάζομαι σε μια θέση και κλείνω τα μάτια μου προσπαθώντας να πάρω μια ανάσα. Δεν περνάνε 20 λεπτά και βρίσκομαι στο γραφείο. Ανταλλάσσω ψυχρές καλημέρες με τους συναδέλφους και περιμένω τη σειρά μου στο κυλικείο για να πάρω μια κούπα καφέ. Η ώρα είναι 10 ακριβώς και εγώ ακόμα δεν έχω ξυπνήσει, ενώ η ενοχλητική συνάδελφος του διπλανού γραφείου αρχίζει να μου εξιστορεί, πώς τα πέρασε χθες βράδυ. Επί 5 λεπτά την ακούω να μου μιλάει για την ταινία που είδε και για το πόσο απαίσια είναι τα νάτσος στο σινεμά. Μόλις παίρνω στα χέρια μου το πολυπόθητο κύπελλο, την αφήνω πίσω μου να παραληρεί μονολογώντας. Ανάβω το πρώτο τσιγάρο της μέρας. Με το που αισθάνομαι τη γλύκα του καπνού μέσα μου, εμφανίζεται ο υπεύθυνος μου. Αρπάζει από τα χείλη μου το τσιγάρο και το σβήνει στο τασάκι. «Κάνει κακό στην υγεία» μου λέει, με ένα δασκαλίστικο ύφος και με σηκώνει άρον άρον από τη θέση μου. Με σέρνει στο γραφείο του από το αυτί και με στήνει στον τοίχο, σαν τον πελαργό. Είναι πια μεσημέρι και εγώ θέλω να κάνω κοπάνα, από τις στοίβες των εγγράφων. Πρέπει να δράσω γρήγορα, για να ξεφύγω από τη φλυαρία της τρελής και τον μπαμπούλα υπεύθυνο. Βρίσκω μια δικαιολογία, ότι τάχα έχω πονοκέφαλο και χρειάζομαι λίγο αέρα. Κρύβω τα τσιγάρα, μέσα στην τσέπη του παλτού μου και πηγαίνω στην έξοδο κινδύνου. Κλείνω την πόρτα πίσω μου, ανάβω ένα τσιγάρο και φιλώ με πάθος το φίλτρο. Στέκομαι στα σιδερένια κάγκελα και ατενίζω τη λεωφόρο. Τα αυτοκίνητα σα λιμασμένα τρέχουν να προλάβουν το πράσινο. Οι αμυγδαλιές πετάξανε το πρώτα τους άνθη και τα χελιδόνια χτίζουν τις φωλιές τους στις γωνίες των κτιρίων. Πάνω στην παραζάλη των σκέψεων βλέπω ξαφνικά τη φιγούρα του μπαμπούλα. Του κλείνω το μάτι και τον κερνάω ένα muratti. Εκείνος μου χαμογελά συνωμοτικά και μου ζητάει φωτιά. Καθόμαστε και οι δυο στις σκάλες και συζητάμε περί ανέμων και υδάτων…

Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2010

ΕΧΩ ΡΑΜΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΓΟΥΝΑ ΣΟΥ...


Η πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης βρίσκεται υπό το ζυγό του χιονιά. Η ζωή ξαφνικά σταμάτησε. Στο δρόμο δεν κυκλοφορεί ψυχή. Χτύπησα το κεφάλι μου, όταν έπεσα άγαρμπα από τις εξωτερικές σκάλες τις πολυκατοικίας. Το χιόνι βάφτηκε κόκκινο και εγώ απέκτησα ράμματα. Κανείς δεν ήταν εκεί για να με βοηθήσει. Άρχισα να κλαίω σα μικρό παιδί, όχι από το πόνο, αλλά επειδή ήμουν μόνη…Ευτυχώς το Ιταλικό Νοσοκομείο είναι πολύ κοντά στο σπίτι. Με το δάκρυ να πέφτει κορόμηλο, σήκωσα με τα δυσκολίας το βαρύ μου σώμα και κατευθύνθηκα με αργά και σταθερά βήματα στο ροζ οίκημα. Δε μπορούσα να αρθρώσω ούτε μια λέξη στα τούρκικα, μόνο έκλαιγα. Αμέσως, οι νοσοκόμες με μετέφεραν στα επείγοντα. Οι άνθρωποι γύρω μου με κοίταζαν φοβισμένοι. Πάντα απεχθανόμουν τα νοσοκομεία… Ένα άρωμα θανάτου και αρρώστιας είχε ποτίσει τους τοίχους του μεγάλου δωματίου που με είχαν τοποθετήσει. Δίπλα μου ηλικιωμένοι άνθρωποι, παρατημένοι στα κρεβάτια του πόνου αναφωνούσαν Allah. Από μακριά, ακούστηκε η μαινόμενη φωνή του ασθενοφόρου. Οι πόρτες άνοιξαν, τα σχεδόν άψυχα κορμιά στα φορεία σωριάστηκαν πάνω στα λευκά σεντόνια. Ο Ζαίμ, ο γιατρός που με είχε αναλάβει, σκουπίζει τα δάκρυα μου και γεμίζει με φως τα μάτια μου. Μου μιλάει γρήγορα, δεν μπορώ να τον καταλάβω, νομίζει πως είμαι τουρκάλα. Ακουμπάει τρυφερά το κεφάλι μου και κάνει τα μαγικά του…

Αυτές τις μέρες έχουν συμβεί πολλά ατυχήματα …http://www.hurriyetdailynews.com/n.php?n=cold-colder-soon-to-be-coldest-2010-01-24

ΘΕΛΩ ΤΗ ΜΑΜΑ ΜΟΥ


Οι Κυριακές είναι σχεδόν πάντα μελαγχολικές. Ξυπνάς νωρίς το μεσημέρι και κατευθύνεσαι για τις πρώτες βοήθειες στη μηχανή του εσπρέσσο. Αφού ανακτήσεις κάπως τις αισθήσεις σου, φοράς τα αθλητικά σου και πηγαίνεις για το καθιερωμένο τζόκιν στο περίπτερο της γειτονιάς σου, για να προμηθευτείς τις κυριακάτικες φυλλάδες. Ακολουθώντας τους νωχελικούς ρυθμούς της μέρας, βυθίζεσαι στον καναπέ παρέα με τα ένθετα, τα περιοδικά και τα dvd. Είναι πια περασμένες 3. Η μαμά κάνει την εμφάνιση της στην οθόνη του κινητού. Η πρώτη ερώτηση που σου απευθύνει είναι, τι θα φας και μετά αρχίζει να σου περιγράφει με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, πώς μαγείρεψε το κατσικάκι με τις πατάτες. Η κοιλιά σου αρχίζει να διαμαρτύρεται. Ύστερα από την επίπονη συζήτηση, σου κλείνει σχεδόν στα μούτρα το τηλέφωνο, γιατί πρέπει να συναντήσει τις φίλες της, για να παίξουν μπιρίμπα. Είναι σχεδόν 5 και αφού ξεπάγωσες μπαρμπά-Στάθη, έχεις όρεξη για γλυκό και έναν δεύτερο γύρο καφέ. Και ενώ βάζεις μπρος τη μηχανή, το κουδούνι της πόρτας σου χτυπά. Από εκεί που σερνόσουν μεταξύ σαλονιού και κουζίνας, ως δια μαγείας, διακτινίζεσαι στην οδό Κασσαβέτη 5 στην Κηφισιά. Και έτσι απλά, η Κυριακή σου γίνεται πιο όμορφη. Ραντεβού στο Βάρσο λοιπόν, για αταξίες και μικρές ατασθαλίες…

Για λίγο ξεχνάς πως είναι παραμονή Δευτέρας. Το κουφετί μωσαϊκό πάτωμα, τα 60΄ς καθίσματα, τα μεγάλα μεταλλικά ψυγεία και τα γλυκά που σα μπιμπελό στολίζουν τις γυάλινες βιτρίνες σε ταξιδεύουν σε ξέγνοιαστες εποχές. Στο Βάρσο γίνεσαι πάλι παιδί. Οι νεαροί γοητευτικοί θαμώνες των –άντα και κάτι, στωικοί απολαμβάνουν τις πάστες τους και σε φλερτάρουν με μιας δραχμής γιασεμιά. Ενώ οι πιτσιρίκοι σερβιτόροι, με τα ψαρά μαλλιά και το ασπρόμαυρο ένδυμα, σε κακομαθαίνουν κάνοντας σου όλα τα χατίρια. Το ψηλοτάβανο νεοκλασικό οίκημα σε κάνει να αισθάνεσαι ακόμα πιο μικρός και να συνεχίσεις ανενόχλητος τις σκανταλιές σου, με ένα γαλακτομπούρεκο στολισμένο με φύλλο κανταϊφιού, γαρνιρισμένο με μια μπάλα παγωτού. Το γνωστό κηφισιώτικο ζαχαροπλαστείο, μετράει 117 χρόνια ζωής και έχει μεγαλώσει με τις κρέμες του γενιές και γενιές Αθηναίων.

Η μνήμη έχει ένα πονηρό τρόπο να κατευθύνει τις σκέψεις μας. Εισβάλλει στις ζωές μας και παίζει κρυφτοκυνηγητό στον κήπο του μυαλού μας. Αναπνέει και ζει ανάμεσα σε λέξεις, αρώματα και γεύσεις. Περίεργες οι εκφάνσεις της μνήμης, αναπάντεχες και οι εξάρσεις τις. Νοσταλγία, πόνος, χαρά... Ξεθάβουμε αναμνήσεις και ταυτόχρονα δημιουργούμε νέες, μερικές τις θάβουμε ή τις κρύβουμε για πάντα…Όταν ήμουν μικρή τις Κυριακές ο μπαμπάς μου με ανέβαζε στην κόκκινη βέσπα του και με πήγαινε για κρέμα στον Βάρσο. Μεγαλώνοντας, η μαμά με έστελνε να τις αγοράζω σαντιγί, βουτήματα και μπραλίνες. Στην εφηβεία αν και τα σπυράκια απειλούσαν το πρόσωπο μου, εγώ πήγαινα κρυφά και έτρωγα κρουασάν σοκολάτας με καρύδια. Κάθε σωστός Αθηναίος που σέβεται τον εαυτό του, έχει να μας διηγηθεί τουλάχιστον μια ιστορία, που έχει σχέση με αυτόν τον επίγειο παράδεισο του γλυκού.

Η ώρα έχει περάσει. Το παλιό ρολόι, που κρέμεται σαν πολυέλαιος στο κέντρο του μαγαζιού δείχνει 10. Τα άτακτα παιδιά εξαντλημένα από το παιχνίδι αποχαιρετιούνται κρατώντας στα χέρια τους ένα πακετάκι γεμάτο καϊμάκι και συνωμοτικά κανονίζουν τις αυριανές τους πρωινές αλητείες. Το τηλέφωνο μου χτυπά, είναι η μαμά. Πριν προλάβει να μιλήσει της λέω - Να έρθω την επόμενη Κυριακή να φάω σε εσένα; Θα σου φέρω και κρέμα από τον Βάρσο…

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010

YOUTUBE IS DEAD

Εντάξει με το κάπνισμα μπορώ να συμβιβαστώ. Κάλλιστα μπορώ να πάρω το σαρκίο μου και να μεταφερθώ έξω από το μαγαζί για να «αναπνεύσω». Αλλά αυτό με το οποίο δε μπορώ να συμβιβαστώ καθόλου, είναι το να μου απαγορεύεται η είσοδος στο Youtube. Όπως κατάλαβες, οι γείτονες μας έχουν βαλθεί να με αποτρελάνουν. Είναι Κυριακή, έξω χιονίζει, στο σπίτι υπάρχει μόνο γαλλικός καφές. Βάζω σε λειτουργία την καφετιέρα και κρέμομαι στο παράθυρο για να καπνίσω. Ο φίλος που με φιλοξενεί, Αμερικάνος στην καταγωγή και ταγμένος να αφανίσει τους καπνιστές από την Τουρκία, δεν επιτρέπει το κάπνισμα στην οικεία του. Ο καφές είναι έτοιμος. Θέτω σε λειτουργία το λάπιτοπ μου και γράφω Vampire Weekend- A Punk, Youtube. Περιμένω να ανοίξει η σελίδα… η σελίδα άνοιξε, αλλά αντί να δω τα Βαμπίρ, είδα μια «προειδοποίηση» που έλεγε τα εξής: Με απόφαση αρ.2008/402 του Ανώτατου Δικαστηρίου της Άγκυρας, το Υπουργείο Τηλεπικοινωνιών και Τύπου απαγορεύει την πρόσβαση στο site Youtube. Από τις 5.5.2008 ισχύει αυτός ο γελοίος κανονισμός. Αφορμή αυτής της λογοκρισίας στάθηκε ένα video, στο οποίο ο πρωταγωνιστής του ο Κεμάλ Ατατούρκ απεικονιζόταν να ρίχνει φλουό δάκρυα υπό τη μουσική υπόκρουση των Village People. Ο δαιμόνιος δημιουργός του video-clip ήταν Έλληνας. Τι σκεφτόταν το άτομο και συνδύασε τη disco μπάλα με τον Κεμάλ; Αυτό είναι ένα θέμα για κάποιο επόμενο post. Στην Τουρκία αποτελεί αδίκημα να προσβάλεις τον Κεμάλ, είναι σα να προσβάλεις το Τουρκικό έθνος. Κάποιοι κοσμικοί Τούρκοι και όχι αυτοί που ανήκουν στο Ισλαμικό κόμμα, απαίτησαν να κατεβεί το βίντεο από το site.Οι υπεύθυνοι αρνήθηκαν να προβούν σε μια τέτοια ενέργεια. Έτσι λοιπόν, οι θιγόμενοι απευθυνθήκαν στο ανώτατο δικαστήριο με αποτέλεσμα εγώ να μη μπορώ τώρα να δω και να ακούσω αυτά που θέλω. Το θέμα έχει αποσιωποιηθεί από τα τουρκικά media λες και δε συνέβη ποτέ. Μερικοί φίλοι μου εδώ, έχουν μάθει να ζουν και χωρίς το youtube. Κάποιοι με ενημερώνουν ότι υπάρχουν και άλλοι τρόποι για να μπεις στο site. Ο ίδιος ο Ερντογάν έχει δηλώσει δημόσια ότι μπαίνει στο Youtube, χρησιμοποιώντας τα «παράνομα» tunnel.

Βαρύς, πικρός και της παρηγοριάς ο γαλλικός καφές….

SMOKING BAN

Προσπαθώ να θυμηθώ κάποια τραγούδια, που είναι γραμμένα υπό την επήρεια της νικοτίνης. Ανάμεσα στις αναθυμιάσεις του τσιγάρου, δημιουργήθηκαν στίχοι που τραγούδησαν πολλοί καπνιστές και μη. Αυτά που μου έρχονται πρώτα στο μυαλό είναι των My Bloody Valentine-Cigarette in Your Bed, Red Russian-Cigarettes, Cassius-Youth, Speed, Trouble, Cigarettes. Γιατί τώρα αυτή η μνεία στα τραγούδια με τσιγάρα; Να, είναι που λαχταράω ένα τσιγάρο και ένα φλιτζάνι ζεστό καφέ. Όχι δεν έκοψα ακόμα το κάπνισμα, αν και πρέπει, (τον τελευταίο καιρό, στις ανηφόρες της Αθήνας κουβάλαγα το ποδήλατο στα χέρια…).

Στην αγαπημένη μου Πόλη το κάπνισμα έχει απαγορευτεί από τις 19 Μαΐου 2008 σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες, στους εργασιακούς χώρους, στα εμπορικά κέντρα και στα μέσα μαζικής μεταφοράς, θυμάμαι ότι το 2007 μπορούσα και κάπνιζα ακόμα και μέσα στα ταξί. Στις 19 Ιουλίου του 2009, οι καπνιστές εξοστρακίστηκαν από τα εστιατόρια, τα bar και τα καφέ. Στους πρώτους μήνες της καπνό-απαγόρευσης υπήρξαν αντιδράσεις από τον κόσμο και κυρίως από τους ιδιοκτήτες των νυχτερινών μαγαζιών. Φοβούμενοι όμως τα πρόστιμα, πελάτες και ιδιοκτήτες αναγκάστηκαν να συμμορφωθούν με τους νέους κανόνες. Τα τασάκια εξαφανίστηκαν από τα τραπέζια, η τιμή του πακέτου αυξήθηκε, οι μανιώδες πότες τσιγάρων έγιναν σκληροπυρηνικοί αντικαπνιστές. Στα τραπέζια, που βρίσκονται έξω από το συνοικιακό καφενείο του Cihangır, οι γεροντότεροι μέσα στο κρύο, πίνουν το μαύρο τσάι τους καπνίζοντας Tekel. Ευτυχώς, για εμάς τους «κακούς», υπάρχουν και οι ειδικά διαμορφωμένοι χώροι που διαθέτουν όλα τα κομφόρ, τασάκια, τραπέζια, καρέκλες και θέρμανση. Και επειδή μιλάμε για την Τουρκία, ένα έθνος καπνιστών, όπου ο ναργιλές είναι το εθνικό τους sport, στους τεκέδες ακόμα επιτρέπεται να μυρίζουν τα αρώματα του μήλου και μέντας.

Η Τουρκία ακολουθεί το παράδειγμα των άλλων Ευρωπαϊκών κρατών, όσον αφορά τους νόμους περί καπνίσματος. Ο κύριος Ερντογάν-αντικαπνιστής περηφανεύεται για την εφαρμογή των κανόνων και χρηματοδοτεί καμπάνιες σχεδιασμένες να προτρέψουν τους ομοεθνείς του να κόψουν το κάπνισμα. Η πορεία της Τουρκίας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ανοίξει…Ο Κεμάλ Ατατούρκ, εραστής του τσιγάρου και των δυτικών ιδεών, άραγε από εκεί που βρίσκεται θα χαμογελά το ίδιο περήφανα;

Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2010

HOME SWEET HOME



Σπίτι τελικά βρέθηκε…θα συγκατοικήσω. Στα 28 μου θα συγκατοικήσω; Η τελευταία φορά που μοιράστηκα το ίδιο σπίτι με κάποιον ξένο ήταν στην Αγγλία πριν 5 χρόνια. Τότε ήμουν 23, πάνω στα ντουζένια μου. Δε με ένοιαζε που θα μείνω και με ποιόν. Το μόνο που με έκαιγε ήταν να ζήσω, να ταξιδέψω, να μαζέψω εμπειρίες, να γνωρίσω κόσμο και κάπου κάπου να διαβάζω για να πάρω το πτυχίο. Τώρα όμως; Δε χωράει συζήτηση, θα συγκατοικήσω. Το σπίτι είναι αρκετά μεγάλο, βρίσκεται στην περιοχή του Tunnel, εκεί που ήταν κάποτε τα σπίτια των Ρωμιών. Ευτυχώς έχει και ασανσέρ. Τα περισσότερα σπίτια στο κέντρο είναι παλιά, ασφυκτικά ενωμένα, με απότομες σκάλες και με θέα τις κουζίνες και τους φωταγωγούς των απέναντι διαμερισμάτων. Μου θυμίζουν τις παλιές πολυκατοικίες στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, που για θέρμανση είχαν μια ξυλόσομπα. Το δικό μας, για καλή μου τύχη, έχει φυσικό αέριο. Το πιο μικρό δωμάτιο του σπιτιού, έχει ένα μπαλκόνι που βλέπει το Βόσπορο. Η συγκάτοικος μου είναι Τουρκάλα, Σμυρνιά στην καταγωγή. Τα συμβόλαια υπογράφτηκαν στο Simit Sarayı και η συμφωνία γιορτάστηκε με δυο ποτήρια τσάι…

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2010

ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΟΥΡΑΝΟΣ


Όταν με ρώταγαν οι φίλοι πως είναι η Πόλη, εγώ απαντούσα ότι έχει τον πιο όμορφο ουρανό που έχω δει ποτέ μου. Τώρα, ακόμα δεν έχω στρέψει το βλέμμα μου στον ουρανό. Κοιτάζω μόνο τους ανθρώπους (και όχι στα μάτια) που πηγαινοέρχονται στην Istiklal και τα «ενοικιάζεται» στους μαχαλάδες. Τα ενοίκια είναι πανάκριβα. Γύρισα όλα τα μεσιτικά γραφεία του κέντρου και περιπλανήθηκα στις μηχανές αναζήτησης του διαδικτύου… προκοπή μηδέν. Μια γνωστή μου Ελληνίδα που ζει και εργάζεται εδώ, μου πρότεινε να πάω στο Ελληνικό Προξενείο, ίσως εκεί θα με βοηθούσαν κάπως. Βασική αρχή μου όταν βρίσκομαι στο εξωτερικό είναι να αποφεύγω τους Έλληνες. Δεν είναι ότι έχω πρόβλημα με τη ράτσα μας, αλλά να δεν έχω και τις καλύτερες εμπειρίες από τους ομοεθνείς μας στα μη πάτρια εδάφη. Το λέει άλλωστε και ο Σεφέρης, «όπου και να ταξιδέψω, η Ελλάδα με πληγώνει». Παραβίασα λοιπόν τις αρχές μου (ήμουν πράγματι σε απελπιστική κατάσταση) και πέρασα το κατώφλι του ελληνικού προξενείου. Εκείνη τη μέρα έτυχε να είναι και τα εγκαίνια μιας έκθεσης φωτογραφίας. Πρώτη φορά ένιωσα μόνη στην Κων/πολη παρόλο που ήμουν ανάμεσα σε Έλληνες. Προσπάθησα να αναμειχθώ με τον κόσμο, μήπως και καταφέρω να κάνω κάποια γνωριμία. Δεν ήταν όμως η μέρα μου. Στεκόμουν όρθια και μόνη κρατώντας ένα ποτήρι κρασί ενώ γύρω μου οι πρώτες παρέες είχαν ήδη σχηματιστεί. Μόνο οι Τούρκοι σερβιτόροι από το άγχος τους να με εξυπηρετήσουν, μου μίλαγαν και μου έριχναν κλεφτές ματιές. Προσποιήθηκα ότι κοίταζα τις φωτογραφίες, άκουσα την ομιλία του πατριάρχη, ανανέωσα το κρασί μου για δεύτερη φορά, μοίρασα χαμόγελα σε άγνωστες παρουσίες, ώσπου το τρακ μου ξεθύμανε. Έπρεπε να εντοπίσω στο χώρο μια συμπαθητική παρουσία, και τη βρήκα. Ένας νεαρός με μια επαγγελματική φωτογραφική μηχανή περασμένη στον ώμο περιφερόταν μόνος. Σκέφτηκα ότι θα ήταν δημοσιογράφος. Τον πλησίασα και άρχισα να του μιλάω με ένα χαζοχαρούμενο, ναζιάρικο, κοριτσίστικο ύφος. Του είπα ότι πρόσφατα μετακόμισα εδώ και ότι ψάχνω σπίτι, μπλα, μπλα, μπλα… Προσπάθησα να πιάσω συζήτηση μαζί του, αλλά εκείνος φάνηκε να ενοχλείται από την παρουσία μου. Δεν πτοήθηκα καθόλου και για να μη χάνω χρόνο πέρασα κατευθείαν στο θέμα «σπίτι». Εκείνος γοητευτικά απόμακρος, αλλά αφάνταστα εκνευριστικός, μου έδωσε το όνομα κάποιου Β. να τον βρω άκουσον άκουσον από το fb, αυτός λέει θα με «βοηθούσε», όπως με «βοήθησε» άλλωστε και ο καλός του φίλος. Τα νεύρα μου. Άρπαξα γρήγορα ένα τρίτο ποτήρι κρασί από τον πλούσιο μπουφέ και κατευθύνθηκα προς τον επόμενο «στόχο» μου. Στο βάθος της αίθουσας ξεχώρισα έναν άλλον νεαρό. Ψηλός και αυτός, μελαχρινός (απ’ότι καταλαβαίνεις το target group μου ήταν οι ψηλοί μελαχρινοί άνδρες). Ο Δημήτρης λοιπόν ήταν Ελληνο-Αμερικάνος, βρισκόταν στην Κων/πολη για δυο εβδομάδες και αυτή ήταν η τελευταία του μέρα. Ενώ είχε όλη την καλή διάθεση να γνωριστούμε, αμέσως αποκλείστηκε από τη λίστα μου, αφού δε θα μπορούσε να με βοηθήσει. Αφού λοιπόν οι μελαχρινοί δε μου «κάθονταν», είπα να κατεβάσω τα standard μου και να πλησιάσω το ξανθό αγόρι με τα ανοιχτόχρωμα μάτια. Τι το ήθελα και το έκανα; Έπεσα πάνω σε ιερέα του πατριαρχείου, ο οποίος φορούσε πολιτικά. Ο πάτερ Θεόφιλος δε ξέρω τι, όχι μόνο δεν καταδέχτηκε να μου μιλήσει, αλλά ήταν και είρων. Δε θέλω να σχολιάσω περαιτέρω…Γύρισα και είπα στον εαυτό μου, άσε τα φλέρτ και τις σάχλες και βρες έναν μεγαλύτερο σε ηλικία άνθρωπο να κάνεις τη δουλειά σου. Βρήκα έναν μεγαλύτερο κύριο, έλα όμως που ήταν Τούρκος και όχι Έλλην. Ανανέωσα το κρασί μου για τέταρτη φορά. Το ήπια μονορούφι και υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι αυτή τη φορά θα βρω τον άνθρωπο μου. Ψάχνοντας τον, έπεσα σε έναν τενόρο της λυρικής σκηνής, που είχε έρθει στην Πόλη για την έκθεση. Ύστερα από αυτά, μάζεψα τα κομμάτια μου και ορκίστηκα ότι δε θα πατήσω ξανά το πόδι μου στο προξενείο.

TURKISH DREAM


Παράτησα οικογένεια, φίλους, δουλειά και ήρθα στην Κων/πολη να ζήσω το Turkish Dream, εν αντιστοιχία του πάλαι ποτέ American Dream. Κι όμως ναι η Τουρκία τώρα πια, είναι η Γη της Επαγγελίας και των ευκαιριών. Η αυτοψία βέβαια θα δείξει…Και πάλι όμως αν το αμφισβητείτε, αφήστε με εμένα την άμοιρη να το πιστεύω. Είμαι ήδη μια βδομάδα εις την Πόλιν και η ψυχολογία μου είναι υπό το μηδέν, ευτυχώς πάει ασορτί και με τον καιρό εδώ. Εντάξει, είναι οι πρώτες άτσαλες μέρες της εγκατάστασης, θα περάσουν. Είναι δύσκολο να ξεκινάς μια νέα ζωή. Στην Κων/πολη δεν αισθάνομαι ότι κάνω μια νέα αρχή, αλλά ότι συνεχίζω τη ζωή που άφησα. Παράξενο συναίσθημα. Είναι στιγμές που περπατάω στο δρόμο και αισθάνομαι ότι είμαι στην Ελλάδα. Μόνο όταν ακούω την ηχογραφημένη φωνή του Ιμάμη, συνειδητοποιώ που βρίσκομαι. Που βρίσκομαι άραγε;

Νιώθω πολύ κουρασμένη. Το κρύο εχθρικό δε βοηθάει στις αναζητήσεις. Μάλλον θα χιονίσει. Με πονούν τα άκρα μου. Έχω ανέβει όλες τις ανηφόρες της Πόλης, και έχω κατέβει όλα τα σκαλιά της. Θέλω να κοιμηθώ, μόνο να κοιμηθώ και να ξυπνήσω ένα μήνα μετά και να είναι όλα έτοιμα. Δουλειά, σπίτι, φίλοι, όλα σε συσκευασία δώρου.

SOUL KITCHEN


Στις 9 του Γενάρη έφυγα κρυφά από την Αθήνα. Η μετακόμιση έγινε εν μια νυκτί και έτσι αθόρυβα αποχαιρέτησα το γκρίζο τοπίο της εκεί ζωής μου. Η μετάβαση στη Κωνσταντινούπολη έγινε βιαστικά. Χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα με τα μπαγάζια μου σε ένα σπίτι με θέα το Κεράτιο Κόλπο και το Βόσπορο. Από εδώ και πέρα θα γεύομαι επίσημα πια τα εδέσματα της Πολίτικης Κουζίνας.

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2010

The Last Stop



Το σπίτι είναι πια άδειο. Η μηχανή του εσπρέσσο κρύφτηκε μέσα στα σελοφάν και πήρε τη θέση της στην κούτα του νουνού. Ο κόκκινος μαρκαδόρος σχημάτισε βιαστικά τη λέξη εύθραυστο. Τώρα, πίνω ελληνικό, δανειζόμενη τη συνήθεια του πατέρα μου. Και δε μου αρέσει καθόλου το καϊμάκι. Κάθομαι στο πάτωμα αγκαλιά με το λάπιτοπ μου, αφού τα έπιπλα εκλάπηκαν από τους μεταφορείς. Ο μπλε καναπές έκανε φτερά και αυτός και οι στοίβες των εφημερίδων ταχυδρομήθηκαν για ανακύκλωση. Η Μόνικα παίζει στη διαπασών το αποχαιρετιστήριο εμβατήριο. Late, it’s too late, I am punishing myself by admitting it’s too late…Σε λίγο πρέπει να παραδώσω τα κλειδιά στη σπιτονοικοκυρά μου. Βαρύς πικρός ο τελευταίος καφές στο σπίτι μου.

Χθες, πάλι βρέθηκα στα οινοποτεία του κέντρου. 7 Jokers, Bar 4, Key, άντε και για λίγο Booze, έτσι για να θυμηθούμε τα παλιά. Δυο χρόνια τώρα, η ίδια νυχτερινή κούρσα. Τα ίδια πρόσωπα, οι ίδιες μουσικές. Οι ίδιοι γκόμενοι, οι μποέμ, οι τρέντηδες, οι αλτέρνατιβ, oı λαιφ σταιλ δημοσιογράφοı και ανάμεσα τους κάποιοι έρωτες που ξενύχτησες μαζί τους και τους κάλεσες στο σπίτι για εσπρέσσο. Και ύστερα, οι φίλοι, που χόρεψες ασταμάτητα οχταράκια πάνω στα φαγωμένα πεζοδρόμια, που γέλασες μετά δακρύων πάνω στις μπάρες, που σου έκαναν παρέα στις ποδηλατάδες (το ποδήλατο μου, το χάρισα στον Παναγιώτη, ελπίζοντας να το πάρω πίσω, όταν κάποτε γυρίσω), που σου έμαθαν την Αθήνα. Κάποτε ένας πολύ καλός μου φίλος, είχε πει το εξής: «Μου αρέσει να μισώ την Αθήνα». Κάπως έτσι και εγώ θα περιέγραφα τη σχέση μου με τούτη την πόλη. Πάντα ήθελα να την κατακτήσω. Δε ξέρω γιατί την εγκαταλείπω, επειδή κουράστηκα από αυτό το κρυφτοκυνηγητό ή απλά επειδή, σαν προδομένος εραστής, πληγώθηκα από το φέρσιμο της; Φεύγω λοιπόν, κρύβοντας το απωθημένο μου στην τσέπη του μπλουτζίν μου. Ίσως το κάνω και επίτηδες για να έχω μια δικαιολογία για να επιστρέψω κάποτε. Αυτή τη φορά, το παιχνίδι με τα ταξίδια σοβάρεψε για τα καλά.
Συμπέρασμα της χθεσινής συνουσίας: θα μου λείψει πολύ η Αθήνα, η Αγίου Μάρκου, η Αθηνάς, η Πραξιτέλους, η Βασιλίσσης Σοφίας, τα Αναφιώτικα, η Διονυσίου Αεροπαγείτου, το Σύνταγμα, τα Εξάρχεια, η πλατεία Καρύτση, η πλατεία Μοναστηρακίου… οι φίλοι μου… οι μόνιμοι εραστές των αθηναϊκών μου χρόνων.

Panormou St.


Αθήνα, Λονδίνο, Νέα Υόρκη και μετά τι; Το σπίτι στην Αθήνα νοικιάστηκε βίαια, σε μια περίοδο έντονων νεανικών εξάρσεων. Τα κουτιά παρέμειναν για 6 μήνες κλειστά. Ο μπλε καναπές πήρε τη θέση του στο σαλόνι, το κρεβάτι απομονώθηκε στο δωμάτιο και το ψυγείο στην pop κουζίνα. Αυτό που πρώτα φρόντισα ήταν η σύνδεση με το διαδίκτυο. Όλα τα άλλα τα άφησα στη φαντασία του μυαλού μου να τα τακτοποιήσει. Δυο χρόνια τώρα στο ίδιο σπίτι που μοιάζει σαν την πρώτη μέρα που έκανα τη μετακόμιση. Δυο χρόνια μετά. Όπως παρέλαβα τα δέματα, έτσι κλειστά όπως ήταν, τα παρέδωσα πίσω στους μεταφορείς. Το σπίτι στο ύψος της Πανόρμου είναι πια άδειο. Λες και δεν κατοικήθηκε ποτέ. Μόνο οι σημαδεμένοι τοίχοι του προδίδουν κάποια σημάδια μιας προηγούμενης ζωής.

Συν-Ουσίες


Ο drug dealer με διαβεβαίωσε ότι θα ήταν ένα safe LSD trip χωρίς τα παραλειπόμενα του εθισμού. Ο ασθενής όμως πάσχει από στερητικό σύνδρομο. Πριν μια βδομάδα επέστρεψα στους 4 τοίχους του κελιού μου. Κεκλεισμένων των παραθυρόφυλλων αφέθηκα στην παράνοια της στέρησης. Δεν άντεξα για πολύ. Ήθελα κάποιον δίπλα μου. Πήρα τα κλειδιά και ανέβηκα στο ποδήλατο. Κατέβηκα τη Βασιλίσσης Σοφίας φουλ στο γκάζι. Με χαλασμένα τα φρένα και με τις κόρνες και τις βρισιές σα μουσική υπόκρουση, βρέθηκα σώα και αβλαβής στα οινοποτεία του κέντρου. Ένα, δυο, τρία…τζιν τόνικ και τα χαμόγελα κάποιων καλών φίλων, ήταν αρκετά για να ημερέψουν προσωρινά το θεριό μέσα μου. Είναι πια πρωί, ο Άλεξ μας διώχνει κακήν κακώς από το μαγαζί. Οι φίλοι με ρωτούν αν θα τα καταφέρω μέχρι το σπίτι. Είμαι καλά, τους απαντώ τη μια στιγμή και την άλλη τρακάρω με τις τσιμεντένιες γλάστρες του πεζοδρομίου. Ξυπνώντας το μεσημέρι της ίδιας μέρας, κοιτάζομαι στον καθρέπτη. Μαύροι κύκλοι, μαλλιά επιμελώς ατημέλητα και απαραίτητο αξεσουάρ το ντεμοντέ μοβ των μελανιών. Decadence look, θα φορεθεί πολύ φέτος το καλοκαίρι. Νιώθω το κεφάλι μου να βουίζει σα χαλασμένο γραμμόφωνο. Τα παυσίπονα μου γιατρέ. Δεν είμαι καλά. Αυτές τις ώρες κοινής ησυχίας στην Αθήνα, οι λεγόμενες ώρες ανίας, συνουσιάζεσαι με το εγώ σου. Γράφεις κειμενάκια σαν κι αυτά και επιβεβαιώνεις στον εαυτό σου, ότι πράγματι είσαι ένα βαθιά προβληματικό άτομο. Δε σου λείπει τίποτα και όμως εσύ συνεχίζεις να αυτομαστιγώνεσαι. Σαδομαζοχισμός. Ίσως φταίει η επήρεια του αλκοόλ, η πολύμηνη χρήση παραισθησιογόνων ουσιών, μπορεί και το jet lag. Έχεις συνηθίσει να ρίχνεις το φταίξιμο στις περιστάσεις. Σε αυτό έχεις εκπαιδευτεί καλά. Τώρα γιατί τα γράφω όλα αυτά; Αρκετά!!!!!!!
Συμπέρασμα της χθεσινής συνουσίας: Είναι πολύ απογοητευτικό να συνειδητοποιείς ότι δε σου έλειψε τίποτα από τη ζωή που άφησες πίσω σου.