Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2010

ΑΝΗΡ...ΑΕΙ ΔΙΔΑΣΚΟΜΕΝΟΣ


Σηκώθηκα πρωί… έκλεισα τις τελευταίες κούτες και άναψα τσιγάρο έξω στο μπαλκόνι. Θυμήθηκα τις μέρες εκείνες που η μάνα μου κάθε πρωί είχε έτοιμο τον καφέ στο φλιτζάνι με το κόκκινο ξεθωριασμένο τριανταφυλλάκι. Ερχόταν στο δωμάτιο και σαν ηλιαχτίδα η φωνή της ξεπρόβαλλε από τη χαραμάδα της πόρτας – «Ο βαρύς γλυκός είναι έτοιμος γιε μου!». Τον άφηνε προσεχτικά πάνω στο μπλε σιδερένιο τραπεζάκι της βεράντας και με περίμενε σιωπηλά. Έπιανε το πλεκτό της και παραμόνευε με τις άκρες των ματιών της. Κάθε κόμπος και μια προσευχή κάθε σχέδιο και μια ευχή. Ύστερα τον βαρύ γλυκό μου τον κέρναγε ο μπάρμπα Φώτης στο κυλικείο της σχολής εκεί που περνούσα δημιουργικά τις ρέμπελες μου ώρες, καπνίζοντας άφιλτρα, μαχόμενος με λέξεις ανάμεσα σε σύννεφα καπνού και αποκόμματα εφημερίδων για τα επαναστατικά μου ιδεώδη, κανονίζοντας τις επόμενες συναθροίσεις με τους κολλητούς για αληταρίες στη Ναβαρίνου και φλερτάροντας με τις φοιτήτριες της φιλοσοφικής. Ο ελληνικός του Μπάρμπα Φώτη, ψημένος στη χόβολη, φτιαγμένος κατά παραγγελία από επιλεγμένο χαρμάνι, πότιζε με άρωμα τις κινήσεις μας και τις ματιές μας πάνω στα γυναικεία σώματα. Και τα αρώματα μπερδεύονταν με τις λέξεις και αγκάλιαζαν τα κορμιά και εισχωρούσαν πονηρά μέσα από τις αμιγές των ρούχων. Ο βαρύς γλυκός έγινε πιο γλυκός κάτω από τα σκεπάσματα στο κρεβάτι της Ειρήνης. Άνοιγε τις γρίλιες του παραθύρου και η σκιά του γυμνού της σώματος ακουμπούσε νωχελικά στο κρεβάτι γεμίζοντας την απουσία του κορμιού της από δίπλα μου. Έτρεχε βιαστικά στην κουζίνα για να κλείσει το μάτι. Κάπου κάπου άκουγες μικρές ηδονικές βοές να αντηχούν μέσα από το φλιτζάνι και τότε το άρωμα του ελληνικού αναμειγνυόταν με το δικό της. Ο καφές μετά πετιμέζι, φαρμάκι, νερουλός, κακοφτιαγμένος από τα χέρια μιας χαζής γραμματέας ενός γκρίζου γραφείου, από μια κουζίνα γεμάτη υγρασία ενός συνοικιακού καφέ, από ψευτομηχανές φτιαγμένες από φθηνά μεταχειρισμένα ανταλλακτικά, από βαθμοφόρους κομπάρσους με λευκές στολές και ρυτιδιασμένα άκρα. Μέσα στη παραζάλη των αναμνήσεων η ευαιρέσθητη οσμή του γκαζιού τέντωσε τις αισθήσεις μου και υποτασσόμενος στα θέλγητρα της, την ακολούθησα υπνωτισμένος. Ο καφές μου είχε χυθεί και είχε λερώσει το κίτρινο χαλάκι της κουζίνας. Όλα τα κομμάτια της ζωής μου διασκορπίστηκαν και άφησαν τις καφετί τους χαρακιές να κείτονται σε ένα φθηνό χαλάκι. Ούτε ένα καφέ δε μπορώ να φτιάξω μόνος! Φόρεσα το σακάκι και έτρεξα με ορμή προς την πόρτα αφήνοντας ένα δυνατό σπαραγμό πίσω μου. Κατέβηκα τη Ναβαρίνου, έκανα μια στάση στο περίπτερο για τσιγάρα, χάζεψα τα εξώφυλλα των εφημερίδων, αγόρασα μια «Εστία» και κατευθύνθηκα στο «Εμιγκρέ». Κάθισα στο πιο απόμερο τραπέζι και παρήγγειλα ένα τσάι με γεύση μέντα. Ίσως να κατάφερνε να καταπραΰνει το θυμό μου και να εξανεμίσει τη γλυκόπικρη γεύση που ταλάνευε τον ουρανίσκο μου. Άνοιξα διάπλατα τα φύλλα της εφημερίδας για να δικαιολογήσω στους γύρω μου τη μοναχική ζωή μου και ξεχύθηκα μανιωδώς πάνω στις ατελείωτες μαύρες ράγες των λέξεων. Τα τοπία άλλαζαν άλλοτε με φωτογραφίες του τροπικού Ομπάμα, του κοσμοπολίτη Γιώργου, με τις σκιές του πολέμου στο Αφγανιστάν, με τις ηλίθιες ελληνικές διαφημίσεις για τους τοκογλύφους τραπεζικούς οργανισμού. Μια στάση να κατέβω παρακαλώ! Μα που είναι αυτό το αναθεματισμένο τσάι; Ήθελα να πηδήξω έξω από το βαγόνι και να βρεθώ πίσω στο μπλε τραπέζι της βεράντας, στο κυλικείο, να κρυφτώ κάτω από τα ρούχα της Ειρήνης και να αισθανθώ πάλι τη βαριά γλυκιά γεύση του ελληνικού. Ανάμεσα στο χάος των σταθμών της μνήμης μου, ένα ξεχασμένο εισιτήριο βρέθηκε ευγενικά ακουμπισμένο πάνω στο χρωματιστό μωσαϊκό του «Émigré». «Αθήνα» έγραφε ο προορισμός. Ένα εισιτήριο διαρκείας…Το άρπαξα και το έκρυψα καλά στην τσέπη του μπλουτζίν μου. Και να λοιπόν το ταξίδι αρχίζει εδώ….Και ποιος ξέρει ίσως κάποτε καταφέρω να πιω αυτόν το βαρύ γλυκό…..

Ονομάζομαι Γ του Χρήστου και της Ζωής. Πρόσφατα πέρασα το κατώφλι των 40. Άγριο νιάτο με γκρίζους κροτάφους, μετρίου αναστήματος με λίγα παραπανίσια κιλά (λόγω καλοκαιρινών ατασθαλιών). Πράσινα μάτια και μαβιές βλεφαρίδες. Θεσσαλονικιός, Παοκτζής, πρόσφατα εσωτερικός μετανάστης στην Αθήνα, επαναστάτης με αιτία, bonne vivre με εκλεπτυσμένο γούστο, αλήτης, ιππότης και πότης βαριών τσιγάρων. Γραφιάς με ιδέες, εραστής του ωραίου φύλου και του φαγητού της μαμάς. Ρομαντικός καβαλάρης στους δρόμους της πόλης. Τυχοδιώκτης, λάτρης της ταχύτητας και της βραδύτητας του χρόνου. Δον Κιχώτης και παπουτσωμένος γάτος. Φωνακλάς, περίεργος, υποχόνδριος, με φοβίες και εμμονές. Φλύαρος, ετοιμόλογος, ψεύτης, εγωιστής, οξύθυμος, ευαίσθητος, αμετανόητος ονειροπόλος, μα πάνω από όλα …. ένας Gentleman!

Δεν υπάρχουν σχόλια: