Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2010

ΘΕΛΩ ΤΗ ΜΑΜΑ ΜΟΥ


Οι Κυριακές είναι σχεδόν πάντα μελαγχολικές. Ξυπνάς νωρίς το μεσημέρι και κατευθύνεσαι για τις πρώτες βοήθειες στη μηχανή του εσπρέσσο. Αφού ανακτήσεις κάπως τις αισθήσεις σου, φοράς τα αθλητικά σου και πηγαίνεις για το καθιερωμένο τζόκιν στο περίπτερο της γειτονιάς σου, για να προμηθευτείς τις κυριακάτικες φυλλάδες. Ακολουθώντας τους νωχελικούς ρυθμούς της μέρας, βυθίζεσαι στον καναπέ παρέα με τα ένθετα, τα περιοδικά και τα dvd. Είναι πια περασμένες 3. Η μαμά κάνει την εμφάνιση της στην οθόνη του κινητού. Η πρώτη ερώτηση που σου απευθύνει είναι, τι θα φας και μετά αρχίζει να σου περιγράφει με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, πώς μαγείρεψε το κατσικάκι με τις πατάτες. Η κοιλιά σου αρχίζει να διαμαρτύρεται. Ύστερα από την επίπονη συζήτηση, σου κλείνει σχεδόν στα μούτρα το τηλέφωνο, γιατί πρέπει να συναντήσει τις φίλες της, για να παίξουν μπιρίμπα. Είναι σχεδόν 5 και αφού ξεπάγωσες μπαρμπά-Στάθη, έχεις όρεξη για γλυκό και έναν δεύτερο γύρο καφέ. Και ενώ βάζεις μπρος τη μηχανή, το κουδούνι της πόρτας σου χτυπά. Από εκεί που σερνόσουν μεταξύ σαλονιού και κουζίνας, ως δια μαγείας, διακτινίζεσαι στην οδό Κασσαβέτη 5 στην Κηφισιά. Και έτσι απλά, η Κυριακή σου γίνεται πιο όμορφη. Ραντεβού στο Βάρσο λοιπόν, για αταξίες και μικρές ατασθαλίες…

Για λίγο ξεχνάς πως είναι παραμονή Δευτέρας. Το κουφετί μωσαϊκό πάτωμα, τα 60΄ς καθίσματα, τα μεγάλα μεταλλικά ψυγεία και τα γλυκά που σα μπιμπελό στολίζουν τις γυάλινες βιτρίνες σε ταξιδεύουν σε ξέγνοιαστες εποχές. Στο Βάρσο γίνεσαι πάλι παιδί. Οι νεαροί γοητευτικοί θαμώνες των –άντα και κάτι, στωικοί απολαμβάνουν τις πάστες τους και σε φλερτάρουν με μιας δραχμής γιασεμιά. Ενώ οι πιτσιρίκοι σερβιτόροι, με τα ψαρά μαλλιά και το ασπρόμαυρο ένδυμα, σε κακομαθαίνουν κάνοντας σου όλα τα χατίρια. Το ψηλοτάβανο νεοκλασικό οίκημα σε κάνει να αισθάνεσαι ακόμα πιο μικρός και να συνεχίσεις ανενόχλητος τις σκανταλιές σου, με ένα γαλακτομπούρεκο στολισμένο με φύλλο κανταϊφιού, γαρνιρισμένο με μια μπάλα παγωτού. Το γνωστό κηφισιώτικο ζαχαροπλαστείο, μετράει 117 χρόνια ζωής και έχει μεγαλώσει με τις κρέμες του γενιές και γενιές Αθηναίων.

Η μνήμη έχει ένα πονηρό τρόπο να κατευθύνει τις σκέψεις μας. Εισβάλλει στις ζωές μας και παίζει κρυφτοκυνηγητό στον κήπο του μυαλού μας. Αναπνέει και ζει ανάμεσα σε λέξεις, αρώματα και γεύσεις. Περίεργες οι εκφάνσεις της μνήμης, αναπάντεχες και οι εξάρσεις τις. Νοσταλγία, πόνος, χαρά... Ξεθάβουμε αναμνήσεις και ταυτόχρονα δημιουργούμε νέες, μερικές τις θάβουμε ή τις κρύβουμε για πάντα…Όταν ήμουν μικρή τις Κυριακές ο μπαμπάς μου με ανέβαζε στην κόκκινη βέσπα του και με πήγαινε για κρέμα στον Βάρσο. Μεγαλώνοντας, η μαμά με έστελνε να τις αγοράζω σαντιγί, βουτήματα και μπραλίνες. Στην εφηβεία αν και τα σπυράκια απειλούσαν το πρόσωπο μου, εγώ πήγαινα κρυφά και έτρωγα κρουασάν σοκολάτας με καρύδια. Κάθε σωστός Αθηναίος που σέβεται τον εαυτό του, έχει να μας διηγηθεί τουλάχιστον μια ιστορία, που έχει σχέση με αυτόν τον επίγειο παράδεισο του γλυκού.

Η ώρα έχει περάσει. Το παλιό ρολόι, που κρέμεται σαν πολυέλαιος στο κέντρο του μαγαζιού δείχνει 10. Τα άτακτα παιδιά εξαντλημένα από το παιχνίδι αποχαιρετιούνται κρατώντας στα χέρια τους ένα πακετάκι γεμάτο καϊμάκι και συνωμοτικά κανονίζουν τις αυριανές τους πρωινές αλητείες. Το τηλέφωνο μου χτυπά, είναι η μαμά. Πριν προλάβει να μιλήσει της λέω - Να έρθω την επόμενη Κυριακή να φάω σε εσένα; Θα σου φέρω και κρέμα από τον Βάρσο…

Δεν υπάρχουν σχόλια: