
Όταν με ρώταγαν οι φίλοι πως είναι η Πόλη, εγώ απαντούσα ότι έχει τον πιο όμορφο ουρανό που έχω δει ποτέ μου. Τώρα, ακόμα δεν έχω στρέψει το βλέμμα μου στον ουρανό. Κοιτάζω μόνο τους ανθρώπους (και όχι στα μάτια) που πηγαινοέρχονται στην Istiklal και τα «ενοικιάζεται» στους μαχαλάδες. Τα ενοίκια είναι πανάκριβα. Γύρισα όλα τα μεσιτικά γραφεία του κέντρου και περιπλανήθηκα στις μηχανές αναζήτησης του διαδικτύου… προκοπή μηδέν. Μια γνωστή μου Ελληνίδα που ζει και εργάζεται εδώ, μου πρότεινε να πάω στο Ελληνικό Προξενείο, ίσως εκεί θα με βοηθούσαν κάπως. Βασική αρχή μου όταν βρίσκομαι στο εξωτερικό είναι να αποφεύγω τους Έλληνες. Δεν είναι ότι έχω πρόβλημα με τη ράτσα μας, αλλά να δεν έχω και τις καλύτερες εμπειρίες από τους ομοεθνείς μας στα μη πάτρια εδάφη. Το λέει άλλωστε και ο Σεφέρης, «όπου και να ταξιδέψω, η Ελλάδα με πληγώνει». Παραβίασα λοιπόν τις αρχές μου (ήμουν πράγματι σε απελπιστική κατάσταση) και πέρασα το κατώφλι του ελληνικού προξενείου. Εκείνη τη μέρα έτυχε να είναι και τα εγκαίνια μιας έκθεσης φωτογραφίας. Πρώτη φορά ένιωσα μόνη στην Κων/πολη παρόλο που ήμουν ανάμεσα σε Έλληνες. Προσπάθησα να αναμειχθώ με τον κόσμο, μήπως και καταφέρω να κάνω κάποια γνωριμία. Δεν ήταν όμως η μέρα μου. Στεκόμουν όρθια και μόνη κρατώντας ένα ποτήρι κρασί ενώ γύρω μου οι πρώτες παρέες είχαν ήδη σχηματιστεί. Μόνο οι Τούρκοι σερβιτόροι από το άγχος τους να με εξυπηρετήσουν, μου μίλαγαν και μου έριχναν κλεφτές ματιές. Προσποιήθηκα ότι κοίταζα τις φωτογραφίες, άκουσα την ομιλία του πατριάρχη, ανανέωσα το κρασί μου για δεύτερη φορά, μοίρασα χαμόγελα σε άγνωστες παρουσίες, ώσπου το τρακ μου ξεθύμανε. Έπρεπε να εντοπίσω στο χώρο μια συμπαθητική παρουσία, και τη βρήκα. Ένας νεαρός με μια επαγγελματική φωτογραφική μηχανή περασμένη στον ώμο περιφερόταν μόνος. Σκέφτηκα ότι θα ήταν δημοσιογράφος. Τον πλησίασα και άρχισα να του μιλάω με ένα χαζοχαρούμενο, ναζιάρικο, κοριτσίστικο ύφος. Του είπα ότι πρόσφατα μετακόμισα εδώ και ότι ψάχνω σπίτι, μπλα, μπλα, μπλα… Προσπάθησα να πιάσω συζήτηση μαζί του, αλλά εκείνος φάνηκε να ενοχλείται από την παρουσία μου. Δεν πτοήθηκα καθόλου και για να μη χάνω χρόνο πέρασα κατευθείαν στο θέμα «σπίτι». Εκείνος γοητευτικά απόμακρος, αλλά αφάνταστα εκνευριστικός, μου έδωσε το όνομα κάποιου Β. να τον βρω άκουσον άκουσον από το fb, αυτός λέει θα με «βοηθούσε», όπως με «βοήθησε» άλλωστε και ο καλός του φίλος. Τα νεύρα μου. Άρπαξα γρήγορα ένα τρίτο ποτήρι κρασί από τον πλούσιο μπουφέ και κατευθύνθηκα προς τον επόμενο «στόχο» μου. Στο βάθος της αίθουσας ξεχώρισα έναν άλλον νεαρό. Ψηλός και αυτός, μελαχρινός (απ’ότι καταλαβαίνεις το target group μου ήταν οι ψηλοί μελαχρινοί άνδρες). Ο Δημήτρης λοιπόν ήταν Ελληνο-Αμερικάνος, βρισκόταν στην Κων/πολη για δυο εβδομάδες και αυτή ήταν η τελευταία του μέρα. Ενώ είχε όλη την καλή διάθεση να γνωριστούμε, αμέσως αποκλείστηκε από τη λίστα μου, αφού δε θα μπορούσε να με βοηθήσει. Αφού λοιπόν οι μελαχρινοί δε μου «κάθονταν», είπα να κατεβάσω τα standard μου και να πλησιάσω το ξανθό αγόρι με τα ανοιχτόχρωμα μάτια. Τι το ήθελα και το έκανα; Έπεσα πάνω σε ιερέα του πατριαρχείου, ο οποίος φορούσε πολιτικά. Ο πάτερ Θεόφιλος δε ξέρω τι, όχι μόνο δεν καταδέχτηκε να μου μιλήσει, αλλά ήταν και είρων. Δε θέλω να σχολιάσω περαιτέρω…Γύρισα και είπα στον εαυτό μου, άσε τα φλέρτ και τις σάχλες και βρες έναν μεγαλύτερο σε ηλικία άνθρωπο να κάνεις τη δουλειά σου. Βρήκα έναν μεγαλύτερο κύριο, έλα όμως που ήταν Τούρκος και όχι Έλλην. Ανανέωσα το κρασί μου για τέταρτη φορά. Το ήπια μονορούφι και υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι αυτή τη φορά θα βρω τον άνθρωπο μου. Ψάχνοντας τον, έπεσα σε έναν τενόρο της λυρικής σκηνής, που είχε έρθει στην Πόλη για την έκθεση. Ύστερα από αυτά, μάζεψα τα κομμάτια μου και ορκίστηκα ότι δε θα πατήσω ξανά το πόδι μου στο προξενείο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου